-
1 συμμιγής
συμμῐγής, ές,A mixed up together, commingled, promiscuous, ; ; ;βοή Tim.Pers. 35
, Ar.Av. 771 (lyr.); ἠχὴ ἄκριτος καὶ ς. Plu.Tim.27; ὑπὸ συμμιγεῖ σκιᾷ in a dense shade, opp. ἐν ἡλίῳ καθαρῷ, Pl.Phdr. 239c;σ. δρυμοί Plu.Caes.20
; of water,σ. καὶ θολερός Id.2.725e
.2 c. dat., commingled with, μελίσσης νάμασιν.. συμμιγῆ.. θρόμβον milk mixed with honey, Antiph.52.7, cf. Gal.6.45, 160;πόνοι.. νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς A.Th. 741
(lyr.), cf.S.Fr. 398; ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ σ. κακά common to both, Id.OT 1281.3 name of a bandage, Sor.Fasc.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμιγής
См. также в других словарях:
συμμιγής — ές, ΝΑ αναμεμιγμένος, σύμμικτος νεοελλ. φρ. «συμμιγής αριθμός» μαθημ. αριθμός που δεν ανήκει στο δεκαδικό σύστημα και ο οποίος αποτελείται από περισσότερα τού ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο φυσικό μέγεθος αλλά έχουν διαφορετικές μονάδες… … Dictionary of Greek